Γράφει ο Cogito ergo sum //Τελικά, το αστικό μας σύστημα έχει πλάκα ώρες-ώρες, όταν δεν μας σπάει τα νεύρα. Τόσα χρόνια κόλλησε η γλώσσα μας (όσων, δηλαδή, έχουμε το χούι να διατηρούμε την ταξική μας συνείδηση) να λέμε ότι η απλή αναλογική αποτελεί συστατικό τής δημοκρατίας εκ των ων ουκ άνευ, αλλά οι ταγοί μας επέμεναν ότι για την προκοπή τού τόπου χρειάζονται σταθερές μονοκομματικές κυβερνήσεις και, μάλιστα, με άνετη πλειοψηφία (άλλωστε, γι” αυτό και τα εκλογικά μας συστήματα πριμοδοτούν -άλλο λιγώτερο κι άλλο περισσότερο- το πρώτο σε ψήφους κόμμα). Τόσα χρόνια λέγαμε τα ίδια και τα ίδια, αλλά το μόνο που κερδίσαμε ήταν ταμπέλλες όπως «κολλημένοι», «αιθεροβάμονες», «φαντασιόπληκτοι», «ανερμάτιστοι» κλπ.
Τόσα χρόνια, λοιπόν, ο τόπος χρειαζόταν μονοκομματικές και σταθερές κυβερνήσεις. Έλα, όμως, που μόλις έσφιξαν τα γάλατα, λάσκαραν τα γρανάζια κι άρχισε το σύστημα να μπάζει, οι ταγοί μας άλλαξαν τροπάρι και ανακάλυψαν την… συναίνεση! Ξαφνικά, οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις, οι οποίες προβάλλονταν τόσα χρόνια ως εγγύηση σταθερότητας, έγιναν ανεπαρκείς. Ή, μάλλον, μπροστά στον κοινό εχθρό του συστήματος (δηλαδή, τον λαό και το ταξικό κίνημα) κάποιοι ένοιωσαν την ανάγκη τής συσπείρωσης.
Βέβαια, το τωρινό σκηνικό δεν είναι πρωτόγνωρο. Και θα μάθουμε πολλά, αν κάνουμε μια βόλτα στον χρόνο, γυρνώντας σε μια εποχή όπου ο τόπος περνούσε άλλη μια «κρίση χρέους» (εδώ γελάμε), στα απόνερα μιας ευρύτερης καπιταλιστικής κρίσης…
Βρισκόμαστε στο 1932, με τον πλανήτη να μην έχει συνέλθει από το κραχ τού 1929, το οποίο έπληξε καίρια τα κέντρα τού καπιταλιστικού συστήματος. Η Ελλάδα, ως καπιταλιστική χώρα κι αυτή, δεν ήταν δυνατόν να μη βιώσει τις επιπτώσεις: λουκέτα σε πολλές επιχειρήσεις, εκτόξευση της ανεργίας, διόγκωση των ελλειμμάτων τού προϋπολογισμού και του εμπορικού ισοζυγίου, πτώση τής αξίας τής δραχμής, αύξηση των φόρων κλπ.
Η όξυνση της κρίσης προκάλεσε όξυνση και στις σχέσεις των δυο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων της εποχής, τους Φιλελεύθερους του Βενιζέλου και τους Βασιλικούς, οι οποίοι εκφράζονταν κυρίως από το Λαϊκό Κόμμα τού Παναγή Τσαλδάρη. Η αλήθεια είναι ότι από το 1928 (όταν επανήλθε στην πρωθυπουργία ο Βενιζέλος), οι αντιθέσεις των δυο παρατάξεων είχαν αμβλυνθεί αλλά οι δυσκολίες τού αστικού συστήματος να διαχειριστεί την κρίση ξαναφούντωσαν την κόντρα.
Στις 21 Απριλίου 1932 έληγε η τριετής θητεία 48 εκ των 120 γερουσιαστών, οπότε έπρεπε να γίνουν εκλογές γι” αυτές τις 48 θέσεις. Ο Βενιζέλος φοβόταν ένα δυσμενές αποτέλεσμα και, ξέροντας ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα επηρέαζε αργότερα τις βουλευτικές εκλογές, ήθελε να γίνουν ταυτόχρονα οι εκλογές για την γερουσία και για την βουλή. Δεν ήθελε, όμως, ούτε να επισπεύσει τις βουλευτικές εκλογές, επειδή ήλπιζε ότι μέχρι το τέλος της τετραετίας θα ανέστρεφε το κακό γι” αυτόν κλίμα. Τί έκανε, λοιπόν, ο πολυδιαφημισμένος «δημοκράτης» πολιτικός; Συγκάλεσε την εθνοσυνέλευση στις 11 Μαΐου και επέβαλε απόφαση με την οποία παρατεινόταν η θητεία των γερουσιαστών μέχρι την λήξη τής τετραετίας!
Έκανε κι άλλη «ομορφιά» ο Βενιζέλος. Ενώ το 1928 υποστήριζε ότι η απλή αναλογική οδηγεί σε ακυβερνησία και αναρχία κι έφτασε μέχρι πραξικοπήματος για να την καταργήσει και να επαναφέρει το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, τώρα επανέφερε την αναλογική, σχεδιάζοντας την μετεκλογική συνεργασία των κομμάτων! Μνημειώδης έμεινε η δήλωσή του: «Την αντιπαθώ την αναλογικήν. Αλλά με την αναλογικήν δύναμαι να διαβεβαιώσω τον ελληνικόν λαόν ότι ουδένα κίνδυνον διατρέχει».
Η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας ήταν φρικτή. Οι πληρωμές για εξυπηρέτηση του χρέους απομυζούσαν το 43% των εσόδων τού προϋπολογισμού κι αυτό σήμαινε ότι η εκπλήρωση των δανειακών υποχρεώσεων ήταν πρακτικά αδύνατη. Τελικά, η κυβέρνηση στις 23 Απριλίου ανακοινώνει την αναστολή πληρωμών τού δημοσίου και στις 27 Απριλίου καταθέτει νόμο, βάσει του οποίου η δραχμή εγκαταλείπει τον κανόνα τού χρυσού.
Στις 14 Μαΐου ο άγγλος πρεσβευτής επιδίδει διάβημα έντονης διαμαρτυρίας, επειδή το ελληνικό κράτος δεν είχε πληρώσει την δόση τής 1ης Μαΐου. Λίγες μέρες αργότερα επιδίδουν ανάλογα διαβήματα και οι πρεσβευτές τής Γαλλίας και της Ιταλίας. Οι εξελίξεις είναι πλέον ανεξέλεγκτες και στις 21 τού μηνός η κυβέρνηση Βενιζέλου παραιτείται.
Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, ως πρόεδρος της δημοκρατίας, ζητά σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης. Ο Τσαλδάρης αντιδρά. Μετά από διαβουλεύσεις, ο Ζαΐμης δίνει εντολή στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Πράγματι, ο Παπαναστασίου σχηματίζει κυβέρνηση αλλά ο Βενιζέλος χολώνεται γιατί ο εκλεκτός του Γεώργιος Κονδύλης μένει εκτός κυβερνητικού σχήματος. Τότε ο Βενιζέλος συλλαμβάνει ένα μακκιαβελικό σχέδιο για να χτυπήσει τον Παπαναστασίου: οι Φιλελεύθεροι εκφράζουν την αμέριστη στήριξή τους στην νέα κυβέρνηση, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ουσιαστικά συνεχίζουν να κυβερνούν την χώρα. Ο πανέξυπνος Παπαναστασίου καταλαβαίνει το ύπουλο χτύπημα του Βενιζέλου, θίγεται και παραιτείται.
Τότε ο Βενιζέλος προτείνει για πρωθυπουργό τον Κονδύλη, αν και ακόμη κι οι πέτρες γνώριζαν ότι ο Κονδύλης προετοίμαζε από καιρό την επιβολή δικτατορίας (κάτι που έκανε αργότερα, το 1935). Όμως, η πρωθυπουργοποίηση Κονδύλη δεν προχωράει επειδή αντιδρά με σθένος ένας άλλος στρατηγός, ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο οποίος επίσης φιλοδοξούσε να επιβάλει δικτατορία και δεν ήθελε να δώσει πλεονέκτημα στον Κονδύλη (σχόλιο: πόσο πουτάνα γίνεται η Ιστορία μερικές φορές…). Μπροστά στο αδιέξοδο, ο Ζαΐμης ξαναδίνει εντολή στον Βενιζέλο, ο οποίος επιστρέφει στον πρωθυπουργικό θώκο ως… σωτήρας.
Τελικά, ορίζονται εκλογές για την 25η Σεπτεμβρίου. Όμως, η σύγκρουση Λαϊκών-Φιλελευθέρων έχει ως βασικό της θέμα την… δικτατορία. Ο Τσαλδάρης υπόσχεται ότι, αν εκλεγόταν πρωθυπουργός, «δεν επρόκειτο επ” ουδενί λόγω να επιδιώξη πραξικοπηματικήν μεταβολήν τού πολιτεύματος» και ο Βενιζέλος δηλώνει ότι αναγνωρίζει «ως νόμιμον και δεδικαιολογημένην την παρέμβασιν των στρατιωτικών προς υποστήριξιν του πολιτεύματος μόνον μετεκλογικώς» (!!).
Όσο πλησιάζει η ημέρα των εκλογών τόσο αυξάνεται η πόλωση. Ο Βενιζέλος εκβιάζει ανοιχτά τους ψηφοφόρους των μικρών κομμάτων, υποστηρίζοντας ότι η διάσπαση των δημοκρατικών ψήφων θα οδηγούσε σε εμφύλιο. Ιδιαίτερη αίσθηση, μάλιστα, προκάλεσε η δήλωσή του ότι δεν πρόκειται να παραδώσει την εξουσία «αν δεν δοθούν επαρκείς εγγυήσεις διά το πολίτευμα και ο Τσαλδάρης, αν έχη το θάρρος, ας οπλίση τον λαόν κατά του στρατεύματος».
Παρά τους εκβιασμούς, ο Βενιζέλος χάνει τις εκλογές, από τις οποίες δεν προκύπτει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Έτσι, ο πλειοψηφών Τσαλδάρης υποχρεώνεται να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με τον Κονδύλη, τον Μεταξά και τον Χατζηκυριάκο. Για να το καταλάβουμε καλύτερα αυτό, να το πούμε με άλλα λόγια: προκειμένου να ξεπεράσει η χώρα την «κρίση χρέους», το αστικό καθεστώς σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας τεσσάρων κομμάτων, τα δύο εκ των οποίων είχαν ως αρχηγούς κατοπινούς δικτάτορες. Τόσο καλά!
Η κωμωδία ολοκληρώθηκε στις 11 Νοεμβρίου, όταν ο Τσαλδάρης παρουσίασε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του. Για όσα αφορούσαν τον λαό, ο Τσαλδάρης μίλησε γενικά κι αόριστα: ενίσχυση της παραγωγής (δηλαδή… ανάπτυξη!), καταπολέμηση της ανεργίας κλπ. Όμως, σε όσα αφορούσαν το κεφάλαιο ήταν συγκεκριμένος: συγχώνευση των δυο μεγαλύτερων τραπεζών, Ελλάδος και Εθνικής (πάνω απ’όλα η διάσωση των τραπεζών, μη ξεχνιόμαστε!), ιδιωτικοποίηση τραίνων-ταχυδρομείων-τηλεγράφων (ναι, ναι, δεν ανακάλυψε ο Φρήντμαν τις ιδιωτικοποιήσεις!) και αποζημίωση όσων είχαν καταθέσεις σε χρυσό ή συνάλλαγμα και ζημίωσαν με την εγκατάλειψη του κανόνα τού χρυσού. Αμ πώς!
Κλείνουμε την διδακτική αυτή ιστοριούλα με το πιο κωμικό στιγμιότυπο από την παραπάνω συνεδρίαση της 11ης Νοεμβρίου 1932. Στην ομιλία του, ο Βενιζέλος ζήτησε από τον Τσαλδάρη να δεχτεί την συγκρότηση οικουμενικής κυβέρνησης, τονίζοντας ότι αυτό επιβάλλεται για εθνικούς λόγους. Ο Τσαλδάρης αρνήθηκε κατηγορηματικά και επέμεινε στην ψήφο εμπιστοσύνης. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε (ετοιμαστείτε για το χοντρό γέλιο), οι Φιλελεύθεροι τού Βενιζέλου, «οργισμένοι» από την άρνηση του Τσαλδάρη, έδωσαν… ψήφο ανοχής!!! Αν αυτό δεν λέγεται απροκάλυπτη συνεργασία των αστικών δυνάμεων, τότε πώς λέγεται;
Υστερόγραφο: Το 1932 πραγματοποιήθηκαν 199 απεργίες, όπου συμμετείχαν 80.000 εργάτες. Στις περισσότερες, οι κυβερνήσεις Βενιζέλου και Τσαλδάρη απάντησαν με πυρά και συλλήψεις. Στο μεταξύ, οργίαζαν οι καταδίκες με το βενιζελικής έμπνευσης «ιδιώνυμο», ενώ από τις 31 Αυγούστου 1931 είχε κλείσει ο «Ριζοσπάστης» με δικαστική απόφαση. (Τα στοιχεία είναι από το «Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ», τόμος Α”)
Από Ατέχνως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου