Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

ΕΝΕΔΡΑ στον Κώστα Βαξεβάνη


Υπάρχει ένας ασφαλής τρόπος να πεις την αλήθεια όταν υπάρχουν πράγματα που σε μπερδεύουν ή που σε φοβίζουν. Να πεις τα γεγονότα. Στα γεγονότα συμπεριλαμβάνεται (δυστυχώς για κάποιους) και η βεβαιότητα που αποκτάς ξαφνικά, όταν απέναντί σου υπάρχει κάποιος που αντιλαμβάνεσαι πως είναι αυτός που είναι εκεί για να σε σκοτώσει.
Στην δουλειά μου, λόγω της φύσης της κινδύνευσα αρκετές φορές. Δεν το δημοσιοποίησα ποτέ γιατί αυτό δεν αφορά τον κόσμο. Τον κόσμο τον αφορά η είδηση και όχι πώς την βγάζεις. Θεωρώ ανόητο κάποιος δημοσιογράφος να κάνει αυτορεπορτάζ με το πόσο κινδυνεύει. Είναι το ίδιο ανόητο με το να ακούς κάποιον εναερίτη της ΔΕΗ, την ώρα που περνάς κάτω από την κολώνα που είναι σκαρφαλωμένος να φωνάζει «κινδυνεύω, κινδυνεύω». Το λογικότερο είναι να τους πεις «κάνε καμιά άλλη δουλειά, ρε φίλε».
Οι λόγοι που δημοσιοποιώ για πρώτη φορά τι μου συνέβη, είναι γιατί δεν αφορά μόνο εμένα και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από εμένα. Είναι η λειτουργία ενός παρακράτους που προσπαθεί να επιβληθεί ως νομοτελειακή λειτουργία της αγριότητας των ημερών. Μέχρι που να πιστέψουμε πως πρέπει να κρυφτούμε στα σπίτια μας, να μην ακούμε και κυρίως να μην μιλάμε ακόμη και όταν βλέπουμε.
Όπως όλοι οι άνθρωποι, φοβάμαι. Μόνο οι βλάκες δεν φοβούνται. Και αυτό που φοβάμαι είναι πως αν την Κυριακή για καλή μου τύχη δεν έμενε από λάστιχο με τη μηχανή και δεν είχα ένα σκυλί που μ’ αγαπούσε πολύ, ίσως να μην ζούσα.
Ας πάμε στα πραγματικά γεγονότα.
Ζω σε ένα απομονωμένο σπίτι στην Άνοιξη με 3 σκυλιά. Το πρωί του Σαββάτου τα σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν έντονα. Βγήκα στη βεράντα του σπιτιού και είδα ένα ζευγάρι (άντρας και γυναίκα) να κοιτάει το σπίτι. Τους ρώτησα από μακριά αν θέλουν κάτι. Γύρισαν χωρίς να πουν κουβέντα και έφυγαν.
Το μεσημέρι του Σαββάτου η μηχανή με την οποία μετακινούμαι έπαθε λάστιχο. Δεν ήξερα την ώρα που έβριζα γι αυτή μου την ατυχία, πόσο τυχερός ήμουν. Άφησα την μηχανή σε ένα βουλκανιζατέρ που είχε όμως κλείσει στη γειτονιά. Το βράδυ πήγα με την παρέα μου σε ένα ουζερί που συχνάζω στη Δροσιά. Λίγες ώρες αφού συνέβησαν όλα, τρεις διαφορετικοί άνθρωποι με ενημέρωσαν πως το βράδυ εκείνο έξω από το ουζερί πέρασε αρκετές φορές μια μηχανή με αναβάτη κάποιον τύπο με μαύρο μπουφάν μηχανής, σκούρο κράνος και μεγάλο τσαντάκι στη μέση. Αυτοί που τον εντόπισαν ήταν μαγαζάτορες που φοβήθηκαν πως μπορεί αυτός ο τύπος να ήταν κάποιος ληστής. Την ώρα όμως που συνέβαινε αυτό, δεν το ήξερα.
Στη μιάμιση περίπου το βράδυ, έφυγα από το ουζερί με κάποιον φίλο ο οποίος προθυμοποιήθηκε να με πάει σπίτι. Λίγο πριν στρίψουμε για το στενό που βγάζει στο σπίτι μου, διακρίναμε δύο αυτοκίνητα να είναι παράλληλα στο δρόμο, στραμμένα προς την κατεύθυνσή μας μπλοκάροντας το πέρασμα. Ζήτησα από το φίλο μου να συνεχίσει αντί να στρίψει. Στρίψαμε από το επόμενο στενό αλλά δεν σταματήσαμε στο σπίτι. Συνεχίσαμε ώστε να βρεθούμε πίσω από τα αυτοκίνητα και να δούμε ποιοι ήταν αυτοί. Τα αυτοκίνητα όμως είχαν φύγει.
Πήγα λοιπόν στο σπίτι, αρκετά ανήσυχος για την ασυνήθιστη «κινητικότητα» στην περιοχή μου. Μπήκα στο σπίτι χωρίς να ανάψω φώτα και αφού πίστεψα ή μάλλον θέλησα να πιστέψω πως τίποτα δεν συμβαίνει, κοιμήθηκα.
Στις 04:40 τα ξημερώματα ένα από τα σκυλιά, άρχισε να γαυγίζει με μανία, αλλά να παραμένει έξω από την πόρτα αντί να κινηθεί μέσα στον κήπο μου. Βγήκα πολύ προσεκτικά στον κήπο φροντίζοντας να κινούμαι στα πιο σκοτεινά σημεία του. Ήταν μια τεράστια ανοησία που όμως μπορεί και να με έσωσε.