*Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη στις 06/01/2002, με αφορμή την οικονομική κρίση στην Αργεντινή, και αναλύει την ουσία της οικονομικής κρίσης. Μήπως κάτι μας θυμίζει;
του Σ. Κρητικού
Τα δραματικά, για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, γεγονότα της Αργεντινής, μπορεί να απεικονίζουν, από την άποψη των στοιχείων που έρχονται στην επικαιρότητα, τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο λαός αυτής της χώρας, αλλά με μια ματιά που αντανακλά το φαινόμενο αυτής της πραγματικότητας, χωρίς την πραγματική της ουσία. Γιατί, βεβαίως, ο προβληματισμός ο οποίος ως τώρα έχει κατά κόρον αναδειχτεί από τα αστικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, από αστούς οικονομολόγους πολιτικούς, κοινωνιολόγους δημοσιολόγους κλπ, δεν μπορεί και δε θέλει να μπει στην ουσία του προβλήματος, που είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός, οι αναπόφευκτες εσωτερικές αντιφάσεις του που θεμελιώνονται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τη δράση του νόμου του κέρδους. Ετσι όλες οι ερμηνείες για την κατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας στην Αργεντινή, αποδίδονται στη μορφή διαχείρισης, (άκρατος νεοφιλελευθερισμός), που ακόμη και οι πλέον άκρατοι θιασώτες της, όπως π.χ. ο Α.Ανδριανόπουλος, μπροστά στο φαινόμενο της εξέγερσης των λαϊκών μαζών, αναφωνεί σε άρθρο του σε απογευματινή εφημερίδα ότι η Αργεντινή απέδειξε την αναγκαιότητα καταδίκης αυτής της πολιτικής διαχείρισης, και της αποφυγής εφαρμογής της σε άλλες χώρες. Λιγότερο νεοφιλελευθερισμό, λοιπόν, αυτή είναι η συνταγή. Βεβαίως, και οι όψιμοι οπαδοί του Κέινς τα ίδια λένε με άλλη υπόδειξη. Οτι η πολιτική διαχείρισης για την ανάπτυξη της οικονομίας, πρέπει να παίρνει υπ' όψιν και τις λαϊκές ανάγκες, προκειμένου να μην φτάνουμε σε γεγονότα σαν αυτά της Αργεντινής. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, μιλούν για πολιτική, ως το μέσο αποφυγής μιας πραγματικότητας η οποία είναι αναπόφευκτη, ανεξάρτητα από τη μορφή της πολιτικής διαχείρισης, επειδή ακριβώς πρέπει να συγκαλύψουν την ουσία. Η οποία βεβαίως έχει σχέση με την πολιτική, αλλά αυτή θεμελιώνεται στον ταξικό χαρακτήρα της οικονομίας και στο γεγονός ότι οι οικονομικές κρίσεις, αυτή είναι η ουσία, ακόμη και όταν η οξύτητά τους δε φτάνει ως τα φαινόμενα της Αργεντινής, ακόμη και όταν οι συνέπειές τους, που έτσι ή αλλιώς μετακυλίονται στις λαϊκές μάζες, γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστούν στα πλαίσια του καπιταλισμού με κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις που απαιτούν την ανίχνευση της κατάλληλης γι' αυτό το σκοπό πολιτικής διαχείρισης, είναι αναπόφευκτες, επαναλαμβάνονται.
Τι είναι, όμως, η οικονομική κρίση; Με συντομία μπορούμε να απαντήσουμε η δυσκολία, ή πιο σωστά, η αδυναμία συνέχισης της διευρυμένης αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου σε μια χώρα. Πού οφείλεται όμως η οικονομική κρίση; Στο γεγονός ότι η κοινωνική παραγωγή, τα εμπορεύματα δηλαδή δεν μπορούν, σ' ένα μέρος τους ή το μεγαλύτερο μέρος τους να πραγματοποιηθούν, να πουληθούν, δηλαδή για να μετατραπούν σε κεφάλαιο. Και αυτό οφείλεται στην αδυναμία των λαϊκών μαζών να απορροφήσουν την κοινωνική παραγωγή, να αγοράσουν εμπορεύματα. Αυτή η αδυναμία έχει σχέση με διάφορους παράγοντες που εκφράζονται, σε τελευταία ανάλυση, στο γεγονός ότι οι καπιταλιστές παράγουν με στόχο να αυξάνουν τη μάζα και το ποσοστό των κερδών τους, άρα αυξάνουν και τις διαστάσεις της παραγωγής, προκειμένου να αυξάνονται οι διαστάσεις του κεφαλαίου. Αυτή η διαδικασία εντείνεται με την όξυνση του ανταγωνισμού. Ταυτόχρονα, όμως, δρα και ο νόμος της τάσης να πέφτει το ποσοστό του κέρδους, γεγονός που απαιτεί αντιμετώπιση. Και δεν υπάρχει άλλο μέσο από τη σε τελευταία ανάλυση ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.
Αυτή μπορεί να επιτυγχάνεται με την αύξηση της παραγωγικότητας, που απαιτεί την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, δηλαδή λιγότερο μεταβλητό κεφάλαιο σε σχέση με το σταθερό, που σημαίνει λιγότερη εργατική δύναμη στην παραγωγή. Για παράδειγμα τα νέα μέσα εργασίας μπορούν να παράγουν μεγαλύτερη μάζα εμπορευμάτων με λιγότερα εργατικά χέρια. Αλλά, αυτό επίσης αυξάνει την ανεργία. Ενταση εκμετάλλευσης επιτυγχάνεται και με την εντατικοποίηση της εργασίας, με την πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης, ή με την αύξηση της ημερήσιας διάρκειας του εργάσιμου χρόνου.
Το ότι οι καπιταλιστές επιδιώκουν να παράγουν περισσότερα εμπορεύματα απ' όσα μπορεί να απορροφήσει η κοινωνία στο σύνολό της οφείλεται στην τάση να αυξήσουν τα κέρδη τους. Δεν είναι, όμως, σε θέση να γνωρίζουν τη δυνατότητα πραγματοποίησής τους στην κοινωνία, δηλαδή στο αν μπορούν να πουληθούν, σε μια δοσμένη φάση. Η αδυναμία πραγματοποίησης των εμπορευμάτων, να αγοράζονται δηλαδή από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, αυξάνεται, λόγω έντασης της εκμετάλλευσης. Στην πράξη κυρίως υπάρχει συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων. Αυτή η διαδικασία, σύμφυτη με τον καπιταλισμό, οφείλεται στο γεγονός ότι η παραγωγή είναι κοινωνική, αλλά η ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της καπιταλιστική, η παραγωγή ανήκει στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, που πρέπει να πουλήσουν τα εμπορεύματα, για να ξαναγίνουν κεφάλαιο σε μεγαλύτερες διαστάσεις. Οταν δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, να πουληθούν δηλαδή τα εμπορεύματα, το κεφάλαιο δεν μπορεί να αναπαράγεται. Ετσι έχουμε εκδήλωση της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού.
Οι καπιταλιστές την ανάπτυξη τη μετρούν ακριβώς με την αύξηση των διαστάσεων του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Αλλά ακόμη και όταν εμφανίζεται τέτοια αύξηση, δε σημαίνει ότι υπάρχει η δυνατότητα συνέχισης της ανάπτυξης, αφού μπορεί να παράγονται περισσότερα εμπορεύματα, να αυξάνεται η δυνατότητα παροχής υπηρεσιών, αλλά να μην μπορούν να πραγματοποιηθούν. Ετσι όταν υπάρχει αύξηση των επενδύσεων, ή ακόμη και αύξηση του χρηματικού κεφαλαίου στην οποιαδήποτε μορφή του, (χρήμα, ή μετοχές), στο όνομα της μελλοντικής πραγματοποίησης κερδών από την πούληση εμπορευμάτων, δε σημαίνει ότι αυτή θα πραγματοποιείται συνεχώς, αφού προαπαιτεί τη δυνατότητα της κοινωνίας, να πραγματοποιεί τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες. Γι' αυτό και η ουσία του προβλήματος δεν είναι στη μορφή διαχείρισης, δηλαδή στην πολιτική και το πόσο νεοφιλελεύθερη, ή όχι είναι, αλλά στο γεγονός ότι το κυνήγι του κέρδους οδηγεί στην υπερπαραγωγή που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Γιατί ο καπιταλιστής δεν παράγει για να ικανοποιήσει ανάγκες της κοινωνίας, αλλά για να αποκομίσει κέρδη.
Πώς ξέσπασε λοιπόν η κρίση στη δεύτερη μεγαλύτερη καπιταλιστική οικονομία της Λατινικής Αμερικής, μια χώρα με φυσικούς πόρους ανυπολόγιστης αξίας, μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη και με ένα από τα πιο αξιόλογα εργατικά δυναμικά στον κόσμο; Η νομισματική πολιτική της κυβέρνησης Μένεμ με υπόδειξη του ΔΝΤ το 1991, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης που εμφανίστηκε το 1989, ήταν το «κλείδωμα» του εθνικού νομίσματος σε μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, ένα προς ένα, με το δολάριο. Τότε η πολιτική αυτή είχε στόχο τη μείωση του πληθωρισμού. Συνοδευόταν με δάνεια και μέτρα από το ΔΝΤ για την «τόνωση της ανάπτυξης». Μέτρα όπως ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των χρηματιστηριακών αγορών, διευκόλυνση των ξένων επενδυτών να εισδύσουν. Η ανάπτυξη έφθανε από το 1991 ως το 1994 στο 7,7% και τότε έγινε λόγος για ένα «λατινοαμερικάνικο θαύμα».
Αλλά δεν κράτησε για πολύ, αφού αυτό συνοδευόταν από ένταση της εκμετάλλευσης και αυξανόμενη αδυναμία των λαϊκών μαζών να ικανοποιούν τις ανάγκες τους, λόγω έντασης της πολιτικής λιτότητας. Ο μακρόχρονος δανεισμός συσσώρευε τόκους, γεγονός που απαιτούσε μέτρα αντιμετώπισής του, δηλαδή περικοπή «κοινωνικών δαπανών». Οι εξαγωγές λιγόστευαν λόγω ακριβώς του «ισχυρού νομίσματος», (εδώ η δράση του ανταγωνισμού είναι καθοριστική), που η ισχυροποίησή του ήταν μέσο για την είσοδο κεφαλαίων. Οι «διεθνείς επενδυτές» τράβηξαν πίσω κεφάλαια, ακριβώς γιατί και η εσωτερική αγορά ήταν αδύνατη αλλά και οι εξαγωγές μειώνονταν. Ετσι εμφανίστηκε και αδυναμία ρευστότητας. Αυτή η πραγματικότητα σημαίνει και αδυναμία πραγματοποίησης κερδών, και αδυναμία αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, δηλαδή αδυναμία καπιταλιστικής ανάπτυξης, άρα οικονομική κρίση.
Η κρίση υπάρχει σχεδόν τέσσερα χρόνια. Οι συνέπειες της; Η πτώση της ανάπτυξης οδήγησε σε κύμα των απολύσεων που έφτασε την ανεργία σχεδόν στο 30% μαζί με τους υποαπασχολούμενους. Το ποσοστό της φτώχειας έφτασε στα επίπεδα της δεκαετίας του 1930, με το 30% του πληθυσμού να ζει με 4 δολάρια τη μέρα και άλλους 2.000 να προστίθενται στις μάζες των εξαθλιωμένων κάθε μέρα. Η απόφαση της κυβέρνησης το Σεπτέμβρη, να προχωρήσει σε μείωση 13% των μισθών και των συντάξεων και να χρησιμοποιήσει τα αποθεματικά των συνταξιοδοτικών ταμείων, για να αποπληρώσει δόσεις δανείων, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Το ερώτημα αν με άλλη πολιτική διαχείρισης δε θα εμφανίζονταν η κρίση είναι ουτοπικό, αφού θα σήμαινε μέρος της όποιας αύξησης των κερδών να μη μετατραπεί σε κεφάλαιο αλλά να δοθεί ως εισόδημα στις λαϊκές μάζες, αλλά αυτή η διαδικασία δημιουργεί αδυναμία της καπιταλιστικής οικονομίας να αντεπεξέλθει στο διεθνή ανταγωνισμό. Αυτός ο «φαύλος» κύκλος αναδεικνύει την αναγκαιότητα αντικατάστασης του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου